ἀκανόνιστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανόνιστος: -ον, (κανονίζω) ὁ μὴ κανονικός, ἐναντίος εἰς τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ἱππόλυτ. 856Β, ἀκανόνιστα δογματίζεις, - ἀκανόνιστα βιβλία, Λαοδ. 59, Κύριλλ. Α. 141C. Ἀποφθέγμ. 149D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no canónico, no en el canon de las Escrituras, CLaod.(343-381) Can.59, Ammon.Ac.M.85.1605C.
2 contrario a las leyes canónicas Cyr.Al.M.77.141C
heterodoxo, irregular ὡς ἀκανόνιστον διαβάλλουσι τὴν ἁγίαν σύνοδον Pamph.Mon.Solut.14.143, cf. Memn.Eph.Ep.47.2.
3 libre de impuestos del canon general de un terreno imperial SB 9598.5 (V d.C.).
II adv. -ως contrariamente a las leyes canónicas Pamph.Mon.Solut.14.2.

German (Pape)

nicht geregelt, EM.; nicht kanonisch, Κ. S.