ἀκολόβωτος
English (LSJ)
ἀκολόβωτον, not curtailed, Eust.727.39.
Spanish (DGE)
-ον
no mutilado, incólume de las víctimas del sacrificio ζῷα ἀκολόβωτα Tz.Ex.84.11L., cf. Sch.A.Th.820d
•gram. no abreviado λόγος Eust.727.39.
German (Pape)
[Seite 76] unverstümmelt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκολόβωτος: -ον, ὁ μὴ κολοβωθείς, Εὐστ. 727. 39.
Greek Monolingual
-η, -ο κολοβώνω
αυτός που δεν έχει υποστεί κολόβωση, δηλ. μείωση, περιορισμό.