ἀκρόθεν

English (LSJ)

Adv. from the end or top, Arist.Phgn.811a29, Nic.Th. 337.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἄκροθεν Nic.Th.337
adv. por arriba ῥὶς ἀ. παχεῖα Arist.Phgn.811a29, μελαίνεται ἄ. οὐρή Nic.Th.337.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόθεν: ἐπίρρ. = ἐκ τοῦ ἄκρου ἢ τῆς κορυφῆς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 20, Νικ. Θ. 337.

Greek Monolingual

ἀκρόθεν επίρρ. (Α) ἄκρα από την άκρη ή από την κορυφή.