ἀλοίω
English (LSJ)
v. sub ἀλοάω.
Spanish (DGE)
golpear χερὶ γαῖαν ἀλοίσας epigr. en D.L.7.31 (= AP 7.118, l. ἀλοήσας), cf. Hdn.Epim.253, Eust.775.8, v. ἀλοάω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλοίω: ἴδε ἐν λ. ἀλοάω.
Greek Monolingual
ἀλοίω και ἀλοιῶ (-άω) (Α)
βλ. ἀλοῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τύπος αντί του ἀλοῶ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀλοιητήρ.