ἀμβολά

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀναβολή.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβολά: ἡ дор. = ἀμβολή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβολά: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολή· - προοιμίων ἀμβολὰς Πινδ. Π. 1. 4.

English (Slater)

ἀμβολά striking up ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα (P. 1.4)

Greek Monotonic

ἀμβολά: ἡ, ποιητ. αντί ἀναβολή.