ἀμπωτίζω
English (LSJ)
ebb and flow, of the sea, Ph.1.298:—Med., Eust.688.52.
Spanish (DGE)
subir y bajar con la marea πελάγη Ph.1.298
•v. med. mismo sent., Eust.688.52.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπωτίζω: ἀποσύρομαι ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὅταν μεταπίπτῃ ἡ πλημμυρίς, Φίλων 1. 298: - οὕτω καὶ κατὰ μέσ. τύπ., Εὐστ. 688. 52.
Greek Monolingual
ἀμπωτίζω (ΑΜ) ἄμπωτις
(για τη θάλασσα) υποχωρώ, παρουσιάζω άμπωτη.