ἀνάσσατος

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσσᾱτος: Δωρ. ἀντὶ ἀνήσσητος, Θεόκρ. 6. 45, ἔνθα γράφεται νῦν ἀνήσσατος.

Greek Monotonic

ἀνάσσᾱτος: Δωρ. αντί ἀνήσσητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσσατος: дор. = ἀνήσσητος.