ἀναγκόδακρυς

English (LSJ)

υ, shedding forced tears, A.Fr.172A.

Spanish (DGE)

que llora por obligación A.Fr.372.

German (Pape)

[Seite 183] ὁ, der sich zu Thränen zwingt, nicht aus wahrer Trauer weint, Aesch. frg. B. A. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκόδακρυς: υ, ὁ χέων δάκρυα βεβιασμένα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 407.

Greek Monolingual

ἀναγκόδακρυς (-υος), -υ (Α)
αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + -δακρυς < δάκρυ].