ἀναζωγραφέω
English (LSJ)
paint completely, delineate, Str.8.3.30; picture to oneself, Ph.2.59, Arr.Epict.2.18.16, S.E.M.7.222:—Pass., to be painted on, ἀσπίδες αἷς οὐδὲν ἀνεζωγράφητο μίμημα Ph.2.591; to be represented, Diog.Oen.7.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -γράφω Ph.2.591
I 1representar plásticamente, plasmar μέγαν τινὰ τύπον Str.8.3.30, en v. pas. ἀσπίδες ... αἷς οὐδὲν ἀνεζωγράφητο μίμημα Ph.l.c., πῶς οἷόν τε τὸ κενὸν ἀναζωγραφε[ῖ] σθαι εἰ οὐδ' ἔστιν; Diog.Oen.7.2.10
•fig. en un escrito, Origenes Cels.6.74.
2 fig. de la mente representar, imaginarse διανοίας ... ἀναζωγραφούσης καὶ ἀνειδωλοποιούσης τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, φάντασμα S.E.M.7.222, cf. Arr.Epict.2.18.16.
3 fig. de pers. representar, ser un equivalente de los enemigos de Cristo en relación con el Anticristo, Ath.Al.H.Ar.77.2.
II volver a pintar fig. renovar τὸ ἀρχαῖον τῆς φύσεως κάλλος de Cristo en la encarnación, Cyr.Al.M.70.1124A.
German (Pape)
[Seite 187] auf-, vormalen, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζωγραφέω: ζωγραφῶ, διαγράφω, σκιαγραφῶ, Στράβ. 354, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 222, Κλήμ. Ἀλ. 435.
Russian (Dvoretsky)
ἀναζωγρᾰφέω: живо изображать, живописать (τι Sext.).