ἀναισχής

English (LSJ)

ἀναισχές, = ἀναίσχυντος, AB207.

Spanish (DGE)

-ές desvergonzado, AB 207.

German (Pape)

[Seite 190] ές, = ἀναίσχυντος, B. A. 207.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισχής: -ές, = ἀναίσχυντος, Α. Β. 207.