ἀναμφισβητήσιμος

German (Pape)

[Seite 199] unbestreitbar, gewiß.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφισβητήσιμος: -ον, μὴ ἐπιδεχόμενος ἀμφισβήτησιν, Εὐσεβ. Βίος Κωνστ.