A strike, κεφαλὴν ἀνεπάταξε Men.Epit.468.2 ἀνεπάταξεν· ἐξ ὕπνου ἀνέβλεψε, Hsch.II strike up, ἀναπατάξασθαι· ἀνακρούσασθαι ᾆσμα, Id.
(ἀναπᾰτάσσω) 1 golpear κεφαλήν Men.Epit.889.2 preludiar Hsch.
ἀναπατάσσω (Α) πατάσσωπατάσσω, χτυπώ εκ νέου.