ἀναπατάσσω

English (LSJ)

A strike, κεφαλὴν ἀνεπάταξε Men.Epit.468.
2 ἀνεπάταξεν· ἐξ ὕπνου ἀνέβλεψε, Hsch.
II strike up, ἀναπατάξασθαι· ἀνακρούσασθαι ᾆσμα, Id.

Spanish (DGE)

(ἀναπᾰτάσσω) 1 golpear κεφαλήν Men.Epit.889.
2 preludiar Hsch.

Greek Monolingual

ἀναπατάσσω (Α) πατάσσω
πατάσσω, χτυπώ εκ νέου.