ἀνεγκαρτέρητος

English (LSJ)

ἀνεγκαρτέρητον, not to be endured, κακὸν διὰ τὴν πολυχρονιότητα Phld.Herc.1251.4: v. ἀνεκκαρτέρητος.

Spanish (DGE)

-ον
insoportable ἀνεγκαρτέρητον δ' εἶν αι διὰ τὴ[ν] πολυχρονιότ[ητ] α τὸ κακόν Phld.Herc.1251.4.8.