ἀνεξίκμαστος

English (LSJ)

ἀνεξίκμαστον, not dried up, Arist.Pr.928a29, cf. Gal.8.367.

Spanish (DGE)

-ον
no seco, no desecado πυρωθὲν κολλῶδες γίνεται καὶ ἀ. (la masa) cuando se calienta se pone pegajosa y no se seca Arist.Pr.928a29, cf. Gal.8.367.

German (Pape)

[Seite 224] nicht ausgetrocknet, Arist. probl. 21, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξίκμαστος: не утративший влажности, сочный (κολλώδης καὶ ἀ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξίκμαστος: -ον, ὁ μὴ ἀποβαλὼν τὴν ἑαυτοῦ ἰκμάδα, ὁ μὴ ἀποξηρανθείς, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, 4.

Greek Monolingual

ἀνεξίκμαστος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έχασε την ικμάδα του, δεν ξεράθηκε.