ἀνθοβάφος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, dyer in bright colours, Id.2.830e, Man.2.326.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
el que tiñe de colores Plu.2.830e, Man.2.326.

German (Pape)

[Seite 232] ὁ, der Buntfärber, Plut. vit. aer. al. 7; Man. 2, 32.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοβάφος:окрашивающий в яркие краски, красильщик Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοβάφος: [ᾰ], ὁ, βαφεὺς ἀνθηρῶν χρωμάτων, Πλούτ. 2. 830Ε, Μανέθων 2. 326: - ἀνθόβαφος, ον, = ἀνθοβαφής, Καισάρ. σ. 981, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

ἀνθοβάφος, ο (Α)
ο βαφέας που βάφει με ζωηρά χρώματα.