ἀνοίσω

English (LSJ)

v. ἀναφέρω.

Spanish (DGE)

v. ἀναφέρω.

French (Bailly abrégé)

ind. fut. de ἀναφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοίσω: fut. к ἀναφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίσω: ἴδε ἐν λ. ἀναφέρω.

Greek Monotonic

ἀνοίσω: μέλ. του ἀναφέρω.