ἀνοικοδόμημα

Spanish (DGE)

-ματος, τό
construcción fig. χρὴ γὰρ ... ἐν ἡμῖν ἐρειπωθῆναι τὰ τῆς κακίας ἀνοικοδομήματα Gr.Nyss.Hom.in Eccl.385.1.