ἀντικαρτερέω

English (LSJ)

hold out against, πρός τι D.C.39.41.

Spanish (DGE)

aguantar, resistir πρὸς τὴν ἅνω τε καὶ κάτω ... διαρροὴν ἀντικαρτερεῖν ὀφείλοντα (barcos) que tienen que resistir los embates de las mareas alta y baja D.C.39.41.1.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen standhaft ausharren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαρτερέω: καρτερῶ, ἀντέχω ἐναντίον τινός, Δίων Κ. 39. 41.