ἀντικοπή

English (LSJ)

ἡ, beating back, hindrance, check, Epicur.Ep.1p.10U.; resistance, Id.Nat.Herc.908.4; προσκρούσει καὶ ἀ. Plu.2.77a; clashing, of streams meeting, Str.5.2.5.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 choque, colisión de los átomos, Epicur.Ep.[2] 46.10, 47.5, προσχρούσεις καὶ ἀ. Plu.2.77a.
2 de ríos confluencia Str.5.2.5.

German (Pape)

[Seite 253] ἡ, das Zurückstoßen, Plut. prof. virt. sent. p. 246.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
résistance.
Étymologie: ἀντικόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικοπή:обратный толчок, задержка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικοπή: ἡ, ἀνακοπή, ὤθησις πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀντίστασις, Πλούτ. 2. 77Α, 649Β, ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 222.

Greek Monolingual

ἀντικοπή, η (Α)
1. ώθηση προς τα πίσω, αντίσταση
2. σύγκρουση.