ἀντιτρέφω

English (LSJ)

sustain, maintain in turn, X.Cyr.8.3.38.

Spanish (DGE)

mantener, alimentar a su vez ἐκεῖνον X.Cyr.8.3.38, cf. Phld.Epicur.p.72, Origenes Io.13.32.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντέτρεφον;
nourrir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, τρέφω.

German (Pape)

dagegen (zum Dank) ernähren, Xen. Cyr. 8.3.38.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτρέφω: кормить в свою очередь (ἐμὲ ὁ πατὴρ τρέφων ἐπαίδευεν - ἐγὼ ἀντέτρεφον ἐκεῖνον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτρέφω: τρέφω τὸν θρέψαντά με, ἔνθα δὴ ἐγὼ ἀντέτρεφον ἐκεῖνον Κύρ. 8. 3, 38.

Greek Monolingual

ἀντιτρέφω (Α)
τρέφω, συντηρώ με τη σειρά μου αυτόν που με συντήρησε.

Greek Monotonic

ἀντιτρέφω: μέλ. -θρέψω, διατρέφω με τη σειρά μου, σε Ξεν.

Middle Liddell

to maintain in turn, Xen.