ἀπειλητής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
amenazador ἀπειλητὴς ἅμα καὶ σόμβουλος ὤν I.BI 1.201, ἀ. τε καὶ ἀνατατικοὶ ... ὑπάρχουσι D.S.5.31.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀπειλητής: οῦ ὁ Diod. = ἀπειλητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητής: -οῦ, ὁ, = ἀπειλητήρ, Διόδ. 5. 31.