ἀπεκδιδύσκομαι

Spanish (DGE)

desnudarse, librarse ὁ δὲ βαπτιζόμενος τὸν μὲν παλαιὸν ἀ. Ath.Al.M.26.656B, τὸν ... ἀποθανόντα ἀπεκδιδυσκόμεθα Ath.Al.M.28.140C, cf. tb. 141A.