ἀπεμφερής

English (LSJ)

ἀπεμφερές, unlike, Thphr. HP 8.8.5.

Spanish (DGE)

-ές
diferente τὸ αἱμόδωρον μονόκαυλον οὐκ ἀπεμφερὲς τῷ καυλῷ Thphr.HP 8.8.5.

German (Pape)

[Seite 286] ές, unähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεμφερής: -ες, ὁ μὴ ἐμφερής, ἀνόμοιος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 8, 5.

Greek Monolingual

ἀπεμφερής (-οῦς), -ές (Α) εμφερής
ο ανόμοιος.