ἀπηχθημένως

English (LSJ)

Adv., (ἀπεχθάνομαι) hostilely, Philostr.VA7.36.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre part. perf. pas. de ἀπεχθάνομαι q.u. hostilmente εἰπεῖν Philostr.VA 7.36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηχθημένως: ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀπεχθάνομαι, ἐχθρικῶς, Φιλόστρ. 315.