ἀποκαθήλωσις

German (Pape)

[Seite 305] ἡ, das Losnageln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαθήλωσις: -εως, ἡ, ξεκάρφωμα, ἡ ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καταβίβασις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8765.