ἀποσκορπίζω

English (LSJ)

= σκορπίζω, LXX 1 Ma.11.55, Gp.20.12.1, Aët.15.15.

Spanish (DGE)

dispersar ἀποστήματα Aët.15.15 (p.93), Gp.20.12.1.

German (Pape)

[Seite 325] auseinander u. fortwerfen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκορπίζω: μέλλ. -ίσω = σκορπίζω, Ἑβδ. (Μακκ. Α΄, ια΄, 55), Γεωπ. 20. 12, 1.