ἀποσταδόν

English (LSJ)

Adv., (ἀφίσταμαι)
A from afar, Il.15.556.
II ἀπόσταδον· δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμῳ περιεννημένον, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἀποστᾰδόν)
adv. desde lejos, aparte, Il.15.556, cf. Hsch., Et.Gen.1072.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποσταδά.
Étymologie: ἀφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀφίστημι) ἐκ διαστήματος, ἐξ ἀποστάσεως, Ἰλ. Ο. 556· προσέτι, ἀποσταδά Ὀδ. Ζ. 143.

English (Autenrieth)

and ἀπο-σταδά (ἵστημι): adv., standing at a distance, Il. 15.556 and Od. 6.143, 146.

Greek Monolingual

ἀποσταδόν κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) αφίσταμαι
από απόσταση, από μακριά.

Greek Monotonic

ἀποστᾰδόν: και ἀποσταδά, επίρρ. (ἀφίστημι), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἀφίστημι
standing aloof, Hom.

German (Pape)

fernabstehend, fern, Il. 15.556.