ἀποψύχω

English (LSJ)

[ῡ]:—Pass., aor. ἀπεψύχθην and ἀπεψύχην [ῠ], v. infr., also ἀπεψύγην [ῠ] Hld.2.3:—
A leave off breathing, faint, swoon, τὸν δὲ.. εἷλεν ἀποψύχοντα Od.24.348; ἀ. ἀπὸ φόβου Ev.Luc.21.26.
2 c. acc., ἀπέψυξεν βίον breathed out life, S.Aj.1031; πνεῦμα AP12.72 (Mel.): abs., expire, die, Th.1.134, cf. LXX 4 Ma.15.17, D.C. 43.11,al.; λεπτὸν ἀ. faintly breathing out his life, Bion 1.9:—also Pass., ἀποψύχεται Hp. Morb.1.19: aor. 2 ἀπεψύχη A.Fr.104.
II cool, chill, ὄψα Sosip. 54:—Pass. or Med., to be cooled, Hom. only in phrase ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων στάντε ποτὶ πνοιήν they got the sweat dried off their tunics, Il.11.621; ἱδρῶ ἀποψυχθείς (by bathing) 21.561 (also in Act., ἱδρῶ ἀποψύχοντε Orph.A.1091): generally, grow cold, Thphr. HP4.7.3, etc.: metaph., ἀπεψυγμένοι πρὸς τὸ μέλλον cold and indifferent as to... Arist.Rh.1383a4; ἀποψυχόμενοι shivering with terror, Arr.Epict. 4.1.145, cf. Alciphr.2.2; but, to be refreshed, Phryn.PSp.27 B.
2 impers., ἀποψύχει it grows cool, ἐπειδὰν ἀποψύχῃ Pl.Phdr.242a, ap. Phryn.PSp.45 B., sed leg. ἀποψυχῇ (aor. 2 Pass.).
III ἀποψύχειν· ἀποπατεῖν, ἀφοδεύειν, Hsch.; cf. ἀπόψυγμα.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [aor. ind. pas. ἀπεψύχη (-ῠ-) A.Fr.104, part. ἀποψυχθείς Il.21.561, ἀποψυγείσης Hld.2.3]
A tr.
I act. exhalar βίον S.Ai.1031, πνεῦμα AP 12.72 (Mel.).
II en v. med.-pas. dejar secar al aire ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων Il.11.621, cf. 21.561, 22.2, tb. en v. act. ἱδρῶ ἀποψύχοντε Orph.A.1091.
B intr.
I en v. act.
1 exhalar el último aliento, expirar τὸν δὲ ... εἷλεν ἀποψύχοντα Od.24.348, ἄχρις ἀποψύχῃς ἐς ἐμὸν στόμα Bio 1.47, cf. 1.9, ἀποψύχων μὲν ἐξῃρέθη τῆς θαλάττης Demostr. en Ael.NA 13.21, ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου Eu.Luc.21.26, cf. en v. med.-pas. sin cont. ἀπεψύχη A.l.c.
más gener. morir de pers., Th.1.134, Ph.2.512, LXX 4Ma.15.18, D.C.43.11.5
de una planta sin riego marchitarse Sm.Ez.17.9.
2 aliviarse, desahogarse euf. por cagar Hsch., Procl.ad Hes.Op.755.
II en v. med.-pas. enfriarse, quedarse frío del cuerpo humano ἀποξηραίνεταί τε καὶ ἀποψύχεται Hp.Morb.1.19, ἄρτι ἀπέψυγμαι καὶ ἵδρωκα τὰ ἄκρα de los efectos físicos del amor, Alciphr.4.17.8
del fuego y cosas pasadas por el fuego apagarse, enfriarse (τῆς φλογός) ἀποψυγείσης Hld.2.3.2, cf. Thphr.HP 4.7.3, tb. en v. act. τὰ (ὄψα) δ' ὅλως ἀποψύξαντα (comidas) completamente frías Sosip.1.54
en 3a sg. impers. hace frío τάχα ἐπειδὰν ἀποψυχῇ ἴμεν Pl.Phdr.242a, cf. Phryn.PS 45
fig. quedarse helado, hecho piedra ἤδη μου τὰ σκέλη καθάπερ τῆς Νιόβης ἀπεψύχετο Luc.Vit.Auct.25, por el terror, Arr.Epict.4.1.145
ser indiferente πρὸς τὸ μέλλον Arist.Rh.1383a4.

German (Pape)

[Seite 337] 1) zu athmen aufhören, ohnmächtig werden, Od. 24. 348; aushauchen, βίον Soph. Ai. 1010; πνεῦμα Mel. 15 (XII. 72); ohne acc., sterben, Thuc. 1, 134; Bion. 1, 79; Alciphr. 3, 72; ἀπεψύχη Aesch. frg. 90. – 2) abkühlen, Sosip. Ath. IX, 378 f (v. 54); pass., erstarren, Luc. Vit. auct. 25; sich abkühlen, sich erholen, ἱδρῶ ἀπεψύ χοντο, sie kühlten sich ab, trockneten sich den Schweiß ab, Il. 22, 2; ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χι τώνων 11, 621; ἱδρῶ ἀποψυχθείς 21. 561; übertr., ἀπεψυγμένος πρός τι, kalt, gleichgültig gegen etwas, Arist. rhet. 2, 5. – 3) impers., ἐπειδὰν ἀποψίξῃ ἴωμεν Plat. Phaedr. 242 a, wenn es sich abgekühlt hat, Bekk. ἀποψυχῇ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποψύξω, ao. Pass. ἀπεψύχθην, ao.2 ἀπεψύγην;
I. exhaler : βίον SOPH rendre l'âme ; abs. expirer, mourir;
II. exposer à l'air ; rafraîchir, refroidir ; Pass. se refroidir, se rafraîchir ; fig. ἀπεψυγμένος πρός τι ARSTT refroidi, càd devenu indifférent pour qch;
Moy. ἀποψύχομαι (ao.2 Pass. ἀπεψύγην) rafraîchir, refroidir : ἱδρῶ ἀποψύχεσθαι IL rafraîchir sa sueur, càd se rafraîchir, se reposer.
Étymologie: ἀπό, ψυχή.

Russian (Dvoretsky)

ἀποψύχω: (ῡ)
1 выдыхать: ἀ. Thuc. и ἀ. βίον Soph. или πνεῦμα Anth. испускать дух, умирать;
2 лишаться сознания, падать в обморок (τὸν παῖδα ποτὶ οἷ εἷλεν ἀποψύχοντα Hom.): ἀποψύχοντες ἀπὸ φόβου NT обомлевшие от страха,;
3 охлаждать: ἀποψύχει Plat. становится прохладно; ἱδρῶ ἀποψυχθείς Hom. остыв от пота; ἀπεψγμένος πρός τι Arst. равнодушный к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποψύχω: [ῠ]: μέλλ. -ξω: - Παθ., ἀόρ. ἀπεψύχθην, καὶ ἀπεψύχην [ῠ], ἴδε κατωτ., ὡσαύτως ἀπεψύγην, Ἡλιόδ. 2. 3. Κόπτεται ἡ ἀναπνοή μου, λιποθυμῶ, τὸν δὲ ποτὶ οἷ εἷλεν ἀποψύχοντα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Ω. 348· οὕτως ἐν τῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 26 ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου. 2) μετ’ αἰτ., ἀπέψυξεν βίον, ἐξέπνευσεν, ἐτελεύτησεν, Σοφ. Αἴ. 1031· πνεῦμα Ἀνθ. Π. 12. 72: ἀπολ., ὡς τὸ ἀποπνέω, Λατ. exspiro, ἐκπνέω, ἀποθνήσκω, Θουκ. 1. 134· πρβλ. Ἑβδ. (Μακκ. Δ΄ ιε΄, 17)· καὶ Κύπριν ἀνιῇ (ὁ Ἄδωνις) λεπτὸν ἀποψύχων, ἡσύχως ἐκπνέων, ἀποθνήσκων, Βίων 1. 9: -οὕτως, ἐν τῷ παθ. ἀορ. β΄ ἀπεψύχη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 102· ἀποψυχόμενοι, Λατ. examinati, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 1, 145, πρβλ. Ἀλκίφρ. 2. 2, 8. ΙΙ. ψυχραίνω, ψυχρὸν καθιστῶ, ὄψων... τὰ δ’ ὅλως ἀποψύξαντα Σωσίπατρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 54: - Παθ. ἢ Μέσ. ἀναψύχομαι, λαμβάνω ἀναψυχήν, ἀναλαμβάνω, ἀναζωογονοῦμαι, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ φράσει τοὶ δ’ ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων, στάντε ποτὶ πνοιὴν παρὰ θῑν’ ἁλός, οὗτοι δὲ «πρὸς ἄνεμον ἐπιστραφέντες τὸν ἱδρῶτα ἐξηραίνοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 621· ἱδρῶ ἀποψυχθεὶς (διὰ λούσεως) Φ. 561 (ἐξ οὗ τὸ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1096 ἱδρῶ ἀποψύχοντε): - ἐν γένει, γίνομαι ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος ὡς πρὸς..., Ἀριστ. Ρητ. 2. 5,14. 2) ἀπροσ., ἀποψύχει, ἀρχίζει νὰ γίνηται ψῦχος, «ὅταν τὸ καῦμα λήγῃ καὶ εἰς ψῦχος τρέπηται» (Α. Β. ἔνθα κατ.), ἐπειδὰν ἀποψύχῃ, ἄπιμεν Πλάτ. Φαῖδρος 242Α (κατὰ τὸν Φρύν. Α. Β. 26. 12), ἐν ᾧ ἡ κοινὴ γραφὴ εἶναι ἀποψυχῇ (ἀόρ. παθ.).

English (Autenrieth)

aor. pass. part. ἀποψῦχθείς: leave off breathing; dry off, cool off; εἷλεν ἀποψύχοντα, ‘fainting’ (opp. ἐπεὶ ἄμπνῦτο), Od. 24.348 ; ἷδρῶ ἀπεψύ- χοντο χιτώνων, | στάντε ποτὶ πνοιήν, Λ, Il. 22.2; pass., ἷδρῶ ἀποψῦχθείς, Il. 21.561.

English (Strong)

from ἀπό and ψύχω; to breathe out, i.e. faint: hearts failing.

English (Thayer)

to breathe out life, expire; to faint or swoon away: Thucydides 1,134; Bion 1,9, others; 4 Maccabees 15:18.)

Greek Monolingual

(AM ἀποψύχω)
1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό
νεοελλ.
1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω
2. πεθαίνω
μσν.- νεοελλ.
(-ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
αρχ.
1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ
2. απρόσ. ἀποψύχει
αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός
3. (-ομαι) α) καθίσταμαι ψυχρός
β) στεγνώνω, ξεραίνομαι
γ) τρέμω, έχω ρίγος
δ) γίνομαι ψυχρός και αδιάφορος ως προς κάτι.

Greek Monotonic

ἀποψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω — Παθ. αόρ. αʹ και βʹ ἀπεψύχθην και ἀπεψύχην [ῠ]·
I. 1. παύω να αναπνέω, σταματάει η αναπνοή μου, λιποθυμώ, σε Ομήρ. Οδ., Κ.Δ.
2. με αιτ., ἀπέψυξεν βίον, εξέπνευσε, άφησε την τελευταία του πνοή, πέθανε, σε Σοφ.· απόλ., όπως το ἀποπνέω, Λατ. exspiro, εκπνέω, πεθαίνω, σε Θουκ.
II. 1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψυχραίνω — Παθ., ἱδρῶ ἀπεψύχοντε χιτώνων, στέγνωσε ο ιδρώτας από τους χιτώνες τους (καθώς στράφηκαν προς τη μεριά του ανέμου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἱδρῶ ἀποψυχθείς, στο ίδ.· μεταφ., ἀπεψυγμένοι, ψυχροί ως προς τη συμπεριφορά τους, αδιάφοροι, σε Αριστ.
2. απρόσ., ἀποψύχει, αρχίζει να κρυώνει ο καιρός, να ψυχραίνει ο άνεμος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

I. to leave off breathing, to faint, swoon, Od., NTest.
2. c. acc., ἀπέψυξεν βίον breathed out life, Soph.: absol., like ἀποπνέω, Lat. exspiro, to expire, die Thuc.
II. to cool:— Pass., ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων they got the sweat dried off their tunics, Il.; ἱδρῶ ἀποψυχθείς Il.; metaph., ἀπεψυγμένοι cold, indifferent, Arist.
2. impers., ἀποψύχει it grows, cool, the air cools, Plat.

Chinese

原文音譯:¢poyÚcw 阿坡-普需何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-冷靜
字義溯源:呼出,昏絕,氣絕,魂不附體;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ψύχω)*=呼氣,活著)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 魂不附體(1) 路21:26

Lexicon Thucydideum

exanimari, to be deprived of life, be exhausted, 1.134.3.