ἀπόξυρος
English (LSJ)
ἀπόξυρον, (ξυρόν] cut sharp off, abrupt, sheer, πέτραι Luc.Rh.Pr.7, Prom.1, cf. Peripl.M.Rubr.40.
Spanish (DGE)
-ον
abrupto, escarpado, cortado a pico (πέτρα) Luc.Rh.Pr.7
•lleno de escollos βυθός Peripl.M.Rubri 40.
German (Pape)
[Seite 317] abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόσβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀπόξυρος: (словно) срезанный, отвесный, крутой (πέτραι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόξῠρος: -ον, (ξυρὸν) ἀπότομος, τραχύς, πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. ἄποξυς.
Greek Monolingual
ἀπόξυρος, -ον (Α)
απότομος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»].
Greek Monotonic
ἀπόξῠρος: -ον (ξυρόν), απότομος, τραχύς, απόκρημνος, σε Λουκ.