ἀπόπλασις

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Abbildung, Gestalt, Epicur. bei D. L. 10, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποπλάττειν, ἀπομιμεῖσθαι, ἀπεικονίζειν, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 108 (;).

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπλᾰσις: εως ἡ изображение, образ Diog. L.