ἀπόρρηξις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A bursting, e.g. of an abscess, Aret.SA2.1.
2 breaking away from, ὁδῶν J.AJ19.3.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medic. ruptura de un tumor, Aret.SA 2.1.5, SD 1.10.1, de un conducto o vaso, Gal.14.776, 777.
2 rompimiento, ruptura c. pers. o comunidades, I.AI 19.212, Basil.Ep.144.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρηξις: -εως, ἡ, τὸ ἀπορρήγνυσθαι, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 3, 1· διάρρηξις, σπάσιμον, π.χ. ἀποστήματος, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.

Greek Monolingual

ἀπόρρηξις, η (Α)
(κυρίως για αποστήματα) το να σπάσει, ν' ανοίξει κάτι.

German (Pape)

ἡ, das Zerreißen, Bersten, Medic.