ἀραίρηκα
English (LSJ)
ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο, v. αἱρέω.
Spanish (DGE)
ἀραίρημένοςἀραίρητο v. αἱρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραίρηκα: -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ ῥῆμα αἱρέω.
Greek Monotonic
ἀραίρηκα: αναδιπλ. τύπος του ᾔρηκα, παρακ. του αἱρέω· ἀραίρημαι, Παθ.· ἀραίρητο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
German (Pape)
ion. perf. act. zu αἱρέω, Her.