ἀρτέω

German (Pape)

[Seite 361] ion. = ἀρτάω, πᾶς ἐκ Φοινίκων ἤρτητο στόλος Her. 3, 19; ἐξ ὧν ὦλλοι πάντες ἀρτέαται 1, 125; – pr. u. impf. med., sich rüsten, πολεμεῖν Her. 5, 120; ἀρτέετο ἐς πόλεμον 8, 97; ναυμαχίην 7, 143.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀρτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτέω: ион. = ἀρτάω.