ἀφομοίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, making like, comparison, τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Plu.2.988d, Iamb.Myst.1.11; representation of... ἐπ' ἀφομοιώσει τῶν ἐμφάσεων Phld.Po.2.24.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 semejanza, igualación ἐπ' ἀφομοιώσει τῶν ἐμφάσεων Phld.Po.B4.1.8
de un terreno nivelación, IG 4.823.66 (Trezén IV a.C.), cf. Hero Def.136.11.
2 comparación πρὸς τὰ κρείττονα ποιοῦνται τὰς ἀφομοιώσεις Plu.2.988d, διὰ τὴν πρὸς ἄλλο ἀφομοίωσιν Procl.in Alc.74, cf. Iambl.Myst.1.11.

German (Pape)

[Seite 413] ἡ, das Abbilden, Sp.; τὰς ἀφομοιώσεις ποιεῖσθαι πρός τι = ἀφομοιοῦν, Plut. Gryll. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
assimilation, ressemblance.
Étymologie: ἀφομοιόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφομοίωσις: -εως, ἡ, τὸ ἀφομοιοῦν, Πλούτ. 2. 988D.

Russian (Dvoretsky)

ἀφομοίωσις: εως ἡ отображение, воспроизведение Plut.