ἀφρόκομος

English (LSJ)

ἀφρόκομον, lit. foam-haired, but always metaph., ῥαθάμιγξ Musae.262, Nonn. D. 2.618; στόματα ib.46.161.

Spanish (DGE)

-ον
espumeante ῥαθάμιγξ Nonn.D.2.618, 9.48, Musae.262, στόματα Nonn.D.46.161, χείλη Nonn.D.45.326.

German (Pape)

[Seite 415] (κόμη), mit schäumendem Haar, ῥαθάμιγγες Mus. 262; Nonn. D. 2, 78. 9, 48 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρόκομος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ἀφρώδη, ῥαθάμιγξ Μουσαῖος 262, Νόνν. Δ. 2. 618.