ἀψινθίτης
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ sc. οἶνος = vino perfumado con ajenjo οἶνος Dsc.3.23, Plin.HN 23.52, Colum.12.35, Gp.2.47.7, 8.21.4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀψινθίτης: [ῑ] οἶνος, ὁ, οἶνος περιέχων ἄψινθον, ἀψινθίτης οἶνος ποικίλως σκευάζεται Διοσκ. 5. 49.
Greek Monolingual
ἀψινθίτης, ο (AM) άψινθος
κρασί στο οποίο προστίθεται αψιθιά.