ἁδρύνω
English (LSJ)
(ἁδρός)
A ripen, mature, S.Fr.979, X.Mem.4.3.8; ἁδρῦναι καὶ πέψαι τὸν καρπόν Thphr.HP3.1.3:—Pass., grow ripe, ripen, come to maturity, of fruit or corn, Hdt.1.193, Arist.Ph.230b2; of embrya, Hp.Septim.1, Oct.12, cf. Arist.HA565b13; of nestlings, 619b30.
Spanish (DGE)
1 madurar, desarrollarse
a) de plantas y anim., S.Fr.979, X.Mem.4.3.8, Thphr.HP 3.1.3, Plu.2.676b, ἁ.· τὸ αὐξάνω EM α 277, Et.Gen.α 89, Et.Sym.α 155, mismo sent. en v. med.-pas., Hdt.1.193, Hp.Oct.3.7, Arist.Ph.230b2, HA 619b30, Thphr.HP 7.3.3, Nic.Th.377;
b) de pers., de una doncella εἰς γάμον AP 6.281 (Leon.), mismo sent. en v. med.-pas., de niños, Hp.Oct.3.7, τὸ ἔμβρυον Hp.Oct.5.1, cf. Arist.HA 565b13, LXX Ex.2.10, Id.11.2, 4Re.4.18, T.Isach.3.1.
2 solidificarse en v. med.-pas., del agua al helarse, Ael.NA 14.26.
3 fig. engreírse, ensoberbecerse en v. med.-pas. οὐδὲ περιεβάλοντο πορφύραν ὥστε ἁδρυνθῆναι ἐν αὐτῇ no se vistieron de púrpura para engreírse con ella LXX 1Ma.8.14.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
German (Pape)
[Seite 37] zur Reise bringen, Xen. Mem. 4, 3, 8; Theophr. – Pass., reif werden, von der Saat, Her. 1, 193; 'Theophr.; Nic. Th. 377, s. ἁδρέω, ἁδρόω.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. ἡδρύνθην;
faire croître, faire grossir ; Pass. croître, mûrir.
Étymologie: ἁδρός.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρύνω: способствовать росту, созреванию (τὸν πυρὸν τῇ θερμὀτητι Plut.): ὁ ἥλιος τὰ μεν ἁδρύνων, τὰ δὲ ξηραίνων Xen. солнце, которое одни (растения) приводит к созреванию, а другие иссушает; pass. расти, созревать (τὸ λήϊον ἁδρύνεται Her.; οἱ σῖτοι ταχὺ ἁδρυνόμενοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρύνω: (ἁδρός) πεπαίνω, ὡριμάζω· ἁδρῦναι, Σοφ. Ἀποσπ. 805· ἁδρύνων, Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 8. - Παθ. ὡριμάζω, γίνομαι ὥριμος, ἐπὶ καρπῶν ἢ σιτηρῶν, Ἡρόδ. 1. 193. Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 6· ἐπὶ ἐμβρύων ἢ μικρῶν, νέων ζῴων, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 10, 14., 9. 34, 3: - ἴδε ἁδρέω, ἁδρόομαι.
Greek Monotonic
ἁδρύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ (ἁδρός), ωριμάζω, κάνω κάτι να μεστώσει, να ωριμάσει, σε Ξεν. — Παθ., ωριμάζω, μεστώνω, γίνομαι ώριμος, λέγεται για καρπούς ή σιτηρά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἁδρός
1. to make ripe, ripen, Xen.
2. Pass. to grow ripe, ripen, of fruit or corn, Hdt., etc.
Mantoulidis Etymological
(=ὡριμάζω). Ἀπό τό ἁδρός πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἅδρυνσις (=ὡρίμαση), ἁδρυντικός.