ἄνθιον

English (LSJ)

τό, in Orphic phraseology, spring, Orph.Fr.33.

Spanish (DGE)

-ου, τό primavera Orph.Fr.33.

Greek Monolingual

ἄνθιον, το (Α)
(σε ορφική φρ.) η άνοιξη.