[Seite 345] τό, eigtl. das Weiße, ein Schaden auf der Iris des Auges, Theophr. wie λεύκωμα.
(I)το (Α ἄργεμα)αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].(II)το αργεύω1. η αργοπορία2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.