ἐγκυτὶ

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠτὶ: ῑ, Ἐπίρρ. (κύτος) μέχρι τοῦ δέρματος, ἐγκυτὶ κεκαρμένος, μέχρι δέρματος κουρευμένος, ὡς τὸ ἐν χρῷ κεκαρμένος, Ἀρχίλ. 34.