ἐδείδιμεν

English (LSJ)

ἐδᾰφ-δῐσαν, v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐδείδῐμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к δείδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.

English (Autenrieth)

see δείδω.

Greek Monotonic

ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.