ἐκθρηνέω

English (LSJ)

lament aloud for, Luc.Ocyp.113.

Spanish (DGE)

hacer el planto por τὴν συμφοράν D.C.79.5.4, fig. τὸν πόδα Luc.Ocyp.113.

German (Pape)

[Seite 761] beweinen, τί, Luc. Ocyp. 113.

French (Bailly abrégé)

ἐκθρηνῶ :
se lamenter au sujet de, acc..
Étymologie: ἐκ, θρηνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθρηνέω: горько жаловаться, оплакивать (τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθρηνέω: θρηνῶ μεγαλοφώνως, ὁποῖα κήρυξ ἐξεθρήνει τὸν πόδα Λουκ. Ὠκύπους 113.

Greek Monotonic

ἐκθρηνέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ ηχηρά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to lament aloud, Luc.