ἐκπανουργέω

English (LSJ)

strengthened for πανουργέω, Sch.Ar.Eq.270.

Spanish (DGE)

tratar muy mal, embaucar ὥσπερ ... τοὺς γέροντας δικαστὰς ἐκπανουργῆσαι, οὕτω καὶ ἡμᾶς ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν Sch.Ar.Eq.270a.

German (Pape)

[Seite 771] verstärktes simplex, Schol. Ar. Equ. 270.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπᾰνουργέω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ πανουργέω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 270.