ἐκτιτθεύω

English (LSJ)

= ἐκτιθηνέω, rear by suckling, Arist.HA522a6.

Spanish (DGE)

amamantar, criar a los pechos παιδίον Arist.HA 522a6, cf. Phot.ε 1185.

German (Pape)

[Seite 781] aufsäugen, Arist. H. A. 3, 20.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτιτθεύω: вскармливать грудью (παιδίον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτιτθεύω: ἐκτιθηνέω, ἀνατρέφω διὰ θηλασμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 8.

Greek Monolingual

ἐκτιτθεύω (Α)
ανατρέφω με θηλασμό, βλ. εκτιθηνώ.