ἐκτοπιστέον

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοπιστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτοπίζειν, Κλήμ. Ἀλ. 225.

Spanish (DGE)

hay que alejar c. gen. separat. ἄμφω ... τῆς ἡμετέρας ἐ. πολιτείας Clem.Al.Paed.3.3.19.