ἐλήλιγμαι

English (LSJ)

v. ἑλίσσω.

Spanish (DGE)

v. ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλήλιγμαι: ἴδε ἑλίσσω.

Greek Monotonic

ἐλήλιγμαι: Παθ. παρακ. του ἑλίσσω.