ἐμπίμπλημι

English (LSJ)

Ion.2sg.pres.
A ἐμπιπλεῖς Hp.Morb.2.14, part. ἐμπιπλῶν ib.12; 3sg. ἐμπιπλέει Hdt.7.39 (with vv.ll. ἐμπιπλεῖ, ἐμπιπλᾷ): 1sg. impf. ἐνεπίμπλων D.C.68.31: fut. ἐμπλήσω Pl.Lg.875c: aor. ἐνέπλησα, Ep.subj. ἐνιπλήσῃς Od.19.117: pf. ἐμπέπληκα (v. infr.):—fill quite full, ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην Hdt.2.87; τὸ πεδίον, τὴν ὁδόν, X. HG7.1.20, 2.4.11.
2 c. gen., fill full of a thing, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Il.21.311, etc.; δέπας ὕδατος Od.9.209; [ἵππον] ἀνδρῶν ἐμπλήσας 8.495; μὴ.. θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19.117; ἐ. [τὰ θυλάκια] τῆς ψάμμου Hdt.3.105, cf.4.72, 5.114; τοὺς κοφίνους.. ἐμπίμπλη (imper.) πτερῶν Ar.Av.1310; ἐ. ἵππων τὸν ἱππόδρομον X.Eq.Mag.3.10: metaph., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Pl.Phdr.255d; τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin. 1.171.
3 fill a hungry man with food, Od.17.503.
b metaph., ἐ. τινὰ μύθων E.Hel.769; τοῦ πολεμεῖν Isoc.9.63; ἐκκεκώφωκε τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκε Δύσιδος Pl.Ly.204c; ἐρώτων.. ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς Id.Phd.66c; ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην X.An.1.7.8.
4 satiate, τὴν ἀναιδῆ γνώμην αὑτοῦ D.21.91; ἵμερον A.R.4.429; ἕως νυκτὸς ἀλλήλους Longus2.38.
5 fulfil, accomplish, τὴν αὑτοῦ μοῖραν Pl.Lg. 959c.
II Med. (with aor. Pass.), ἐμπίμπλαμαι E.Ion925; ἐμπιμπλάμενος Cratin.142, Pherecr.80, Epicur.Nat.117G.: impf. ἐνεπιμπλάμην X.An.7.7.46, Aeschin.3.230, etc.: later 3pl. ἐνεπιμπλῶντο D.S.34/5.2.29:—fill for oneself or fill what is one's own, ἐμπλήσατο νηδύν Od.9.296; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν he filled his heart with rage, Il.22.312; θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ ib.504; τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐ. Hdt.5.12.
2 abs., eat oneself full, eat one's fill, ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει Od.7.221, cf. Hdt.8.117, Ar.V.911, X.Mem.1.3.6, etc.: metaph., ἐπειδὴ τάχιστα ἐνέπληντο (ἐνεπέπληντο codd.) Lys.28.6.
III Pass., aor.1 ἐνεπλήσθην (v. infr.): aor. 2 ἐνεπλήμην Ar.V.911,1304, prob. in Lys. 28.6; opt. ἐμπλῄμην (v. infr.): plpf. ἐνεπεπλήμην f.l. in Lys. l.c., late ἐμπέπληστο Max.Tyr.18.7; ἐνέπλησθεν δέ οἱ.. αἵματος ὀφθαλμοί Il.16.348; δακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10; ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί Od.8.16; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il.21.607; ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ar.V.1304; φακῆς ἐμπλήμενος ib.984, cf.Ec.56: metaph., υἷος ἐνιπλησθῆναι.. ὀφθαλμοῖσιν to take my fill of my son with my eyes, i.e. to sate myself with looking on him, Od.11.452; ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ar.V.424; πλεονεξίας ἐμπίμπλασθαι Pl.Criti.121b.
2 c. dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐ. to be filled with... Hdt.1.212; ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142; ἐμπίπλαται.. αἵματι ὁ βωμός Paus.3.16.10.
3 c. part., μισῶν οὔποτ' ἐμπλησθήσομαι γυναῖκας E.Hipp.664, cf.Ion925; βάλλων.. οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ar.Ach.236; οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος X.An.7.7.46; ἔμπλησο λέγων speak thy fill, Ar.V.603.—The two last constructions are post-Homeric. (Freq. written -πίπλ-, but the evidence of the best codd. of Att. writers is in favour of -πίμπλ-.)

Spanish (DGE)

• Grafía: frec. cód. -πιπλ-
• Morfología: [pres. imperat. 2a sg. ἐμπίμπληθι Il.21.311, ἐμπίμπλη Ar.Au.1310, inf. ἐμπιπλάναι Heraclit.All.11, part. ἐμπιμπλάς Hp.Morb.2.12, X.An.1.7.8, med. ind. ἐμπίπλαται Arist.HA 550a2, opt. ἐμπλῄμην Ar.Ach.236; fut. ἐμπλήσω E.HF 572, inf. ἐμπλησέμεν Od.10.523, 11.31; aor. ind. sigm. ἐνέπλησα Il.20.471, Hdt.3.105, Th.7.82, Hp.Flat.10, ép. subj. 2a sg. ἐνιπλήσῃς Od.19.117, med. rad. atem. sin aum. 3a sg. ἔμπλητο Il.21.607, A.R.4.16 (tm.), 3a plu. ἔμπληντο Od.8.16, pas. inf. ἐνιπλησθῆναι Od.11.452; perf. ind. ἐμπέπληκα Pl.Ly.204c]
A tr.
I frec. c. ac. del recipiente o similar y gen. de materia
1 llenar, colmar
a) c. gen. de materia líquida ἐμπίμπληθι ῥέεθρα ὕδατος llena tus cauces de agua dirigiéndose al río Escamandro Il.21.311, cf. E.l.c., ἓν δέπας ... ὕδατος Od.9.209, cf. Thebaïs 2.4, Hp.Morb.2.12, ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους IG 42.122.58 (IV a.C.), (κύστιν) ἐλαίου Aen.Tact.31.12, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπίπλησι δακρύων llena las cuencas de sus ojos de lágrimas I.BI 1.83, sólo c. ac. δώδεκα δ' ἔμπλησον llena doce ánforas de vino Od.2.353, en v. pas. (διὰ τὸ) ἐμπλησθῆναι δὲ τῶν σωμάτων τὴν ... λίμνην I.BI 4.437, ὑπὸ τῆς πρώτης κεφαλῆς τοῦ ῥοὸς ἐμπίμπλαται Peripl.M.Rubri 46
en v. med. mismo sent. τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλησαμένη Hdt.5.12;
b) c. gen. de materia sólida ἐμπλήσαντες ταῦτα (θυλάκια) τῆς ψάμμου Hdt.l.c., ταρίχου τὸ σταμνίον PSI 413.20 (III a.C.), τοὺς κοφίνους ... ἐμπίμπλη πτερῶν Ar.Au.1310, τὰ ἀγγεῖα ... σίτου LXX Ge.42.25, c. gen. de pers. ὃν (el caballo de Troya) ... ἀνδρῶν ἐμπλήσας Od.8.495, solo c. ac. εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν ἐπαύλους hasta que llenen todas mis majadas de ganado Od.23.358, ἐνέπλησαν ἀσπίδας τέσσαρας de dinero, Th.l.c., tb. en v. med. (τὸ πλῆθος) ἐμπίπλαται ἀγγεῖον la cantidad (de huevos del pulpo) llena completamente la cavidad Arist.l.c.;
c) medic. πολλῆς ὑγρασίης ἐμπίμπλησι τὴν χώρην Hp.Vict.2.38, οἱ πόνοι πνεύματος ἐνέπλησαν τὰς φλέβας Hp.Flat.10, τὸ τραῦμα δηλητηρίων φαρμάκων I.BI 1.272;
d) fig., c. ac. de sedes de la sensación, el sentimiento, el intelecto o la pers. y gen. de abstr. llenar, henchir μή μοι ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων Od.19.117, ψυχὴ ... διασείουσα (τὸ σῶμα) ... νόσων ἐμπίμπλησι Pl.Ti.88a, φλυαρίας ... ἡμᾶς πολλῆς Pl.Phd.66c, ἀπορίας τε καὶ ἀσαφείας ... πάντ' ἄνδρα Pl.Ep.343c, (τὸ μειράκιον) ἐλπίδων κενῶν Aeschin.1.171, κροτοθορύβου ἡμᾶς ἐνέπλησας Epicur.Fr.[71], αὐτοὺς σοφίας LXX Ex.35.35, πᾶν τὸ στρατόπεδον ἐνέπλησε θορύβου καὶ ταραχῆς Plb.5.52.12, τὸ δὲ στόμα μου ἐμπλήσαιμι ἐλέγχων LXX Ib.23.4, θάρσεος ... τοὺς πολείτας IPE 12.355.16 (I a.C.), en v. pas. ὅπως μὴ ῥᾳδιουργίας οἱ πολῖται ... ἐμπίμπλαιντο X.Lac.14.4, τὰς ναῦς ... καίτοι ναυτικῆς ἀταξίας ἐμπεπλησμένας Philostr.VA 5.20
en v. med. mismo sent. μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν llenó de ira su corazón, Il.22.312, cf. 504, ἐμ μένεος ... κελαινὸν πίμπλαται ἦτορ Hes.Sc.429 (tm.).
2 llenar sustituyendo, rellenar τὰς (γαστέρας) ... κνίσης τε καὶ αἵματος ἐμπλήσαντες rellenando tripas de grasa y sangre para hacer un plato o embutido Od.18.45, en el embalsamamiento ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην Hdt.2.87 (tm.), τὴν κοιλίην ... ἐμπιμπλᾶσι ἀχύρων Hdt.4.72, cf. 5.114.
3 impregnar, empapar, manchar completamente sólo c. ac. del vestido αἷμα ... κόλπον ἐνέπλησεν la sangre (del hígado) impregnó el regazo de su vestidura Il.20.471, ἐμπλῆσαι τὸ λώπιον τὸ αὐτᾶς impregnar su vestidura con su propio vómito IG 42.122.127 (IV a.C.).
4 saciar, hartar, satisfacer c. ac. de cosa o abstr. (ἐπεὶ Κύκλωψ) μεγάλην ἐμπλήσατο νηδύν de comida, Od.9.296, τὰς δὲ δέκ' (μοίρας) ἐμπίπλησι γυνή de placer, Hes.Fr.275, ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην dando satisfacción a la opinión de todos X.l.c., cf. D.21.91, ἵμερον A.R.4.429
c. ac. de pers. ὥστε ἐνέπλησαν ἕως νυκτὸς ἀλλήλους de modo que hasta la noche se saciaron uno del otro ref. a Dafnis y Cloe, Longus 2.38.2, c. ac. de pers. y gen. οὕτως ἐνέπλησεν αὐτοὺς τοῦ πολεμεῖν hasta tal punto los hartó de guerrear Isoc.9.63, c. dos ac. μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτόν le saciaré de gran número de días, e.d., le daré larga vida LXX Ps.90.16, ἐχθρότατον τὸν ἀδελφὸν ... τοιαύτης θοίνης ἐμπλήσασα (τράπεζα) ref. al banquete de Tiestes, Fauorin.de Ex.14.24, c. ac. de pers. y dat. οὐ γὰρ ἐμπλήσαιμί σ' ἂν μύθοις E.Hel.769
en v. med. mismo sent., c. ac. y dat. de pers. βασιλεῖ τὴν ἀμφὶ τούτῳ ἐπιθυμίαν ἐνεπλήσατο Procop.Arc.26.38
abs. πάντες ἐνέπλησάν τ' ἔδοσάν τε al mendigo Od.17.503.
5 ref. al tiempo cumplir τὴν αὑτοῦ μοῖραν Pl.Lg.959c.
II c. ac. de una superficie
1 colmar, cubrir, recubrir πυρήν τ' ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν recubrir de cosas valiosas la pira sacrificial, Od.10.523, 11.31, ἐμπλήσω τῶν τραυματιῶν τοὺς βουνούς σου cubriré de víctimas tus colinas LXX Ez.35.8, cf. Herm.Sim.9.4.2, λαφύρων τὸ στρατόπεδον ἐμπιπλάναι colmar el campamento de botín Heraclit.l.c.
2 milit. ocupar, invadir c. ac. οἱ ... σύμμαχοι διαταξάμενοι καὶ ἐμπλήσαντες τὸ πεδίον los aliados desplegándose y ocupando completamente la llanura X.HG 7.1.20, τὴν ὁδόν X.HG 2.4.11, c. ac. y gen. ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον ocupando con los caballos el hipódromo X.Eq.Mag.3.10.
B intr. en v. med. y med.-pas., frec. c. gen.
1 llenarse ἐνέπλησθεν δε οἱ ... αἵματος ὀφθαλμοί se le llenaron los ojos de sangre, Il.16.348, δακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10, ὕδατος Cleom.2.6.182, fig. οἴκτου σὸν βλέπων ἐμπίμπλαμαι πρόσωπον me lleno de compasión al contemplar tu rostro E.Io 925
medic., fisiol. llenarse, henchirse ἡ κοιλίη ὕδατος ἐμπίπλαται Hp.Aph.7.55, cf. Morb.2.17, ῥευμάτων τε καὶ πνευμάτων ὥσπερ λίμνας ἐμπιμπλαμένους Pl.R.405d, tb. en v. act. (ἡ κύστις) ἀέρος ψυχροῦ ἐνέπλησεν (la vejiga) se llena de aire frío tras salir la orina, Arist.Pr.888b3
ref. al oído llenarse completamente, saturarse τὸ δὲ τὴν ἀκοὴν δέχεσθαι μὲν πάσας φωνάς, ἐμπίμπλασθαι δὲ μήποτε X.Mem.1.4.6, fig. ἡμῶν ... τὰ ὦτα ... ἐμπέπληκε Λύσιδος nuestros oídos están saturados de (escuchar el nombre de) Lisis Pl.l.c.
fig. llenarse, cargarse de sentimientos, pasiones, etc. ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ar.V.424, μήτε ὕπνου μήτε ἀφροσύνης ἐμπίμπλασθαι X.Cyr.4.2.41, ὕπνου καὶ χάσμης Pl.R.503d, ἐν δέ οἱ ὄσσε πλῆτο πυρός A.R.l.c. (tm.), cf. Posidon.165.137, 176, en cont. peyor. πλεονεξίας ἀδίκου ... ἐμπιμπλάμενοι Pl.Criti.121b, cf. R.537e, οἱ αὐχὴν θυμοῦ ἐνεπλήσθη el cuello se le llenó de bravura ref. al león de Nemea, Theoc.25.244, στάσεως ἐμπιμπλάμενον διὰ τὴν ὑπεναντιότητα τῶν ἔργων καὶ τῆς δόξης Epicur.Fr.[34.30] 25, οὐκ ἂν ἐμπέπληστο ἡ Ἑλλὰς τοσούτων κακῶν Max.Tyr.12.7, ὀφθαλμὸς αὐτοῦ οὐκ ἐμπίπλαται πλούτου LXX Ib.23.4, ὀργῆς ἅμα καὶ ζηλοτυπίας ἐμπλησθείς Hld.7.27.4, ἐμπλησθέντες τῆς ὕβρεως I.AI 5.146, ἀνοίας Aristid.Quint.87.4.
2 llenarse, estar cubierto u ocupado de lugares πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il.21.607, ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί Od.8.16, τῆς γῆς πάντα ἐμπεπλᾶσθαι καὶ λογικῶν ζῴων καὶ ἀλόγων Cleom.1.1.269, ἐνεπίμπλατο ἡ ὀρχήστρα χρυσῶν στεφάνων Aeschin.3.230, c. dat. ἐμπίπλαται ... αἵματι ὁ βωμός Paus.3.16.10.
3 hartarse, saciarse c. gen. de comida o bebida τριχίδων ἑσπέρας ἐμπλήμενος habiéndose hartado por la tarde de sardinas Ar.Ec.56, cf. V.984, 1304, σίτων ἅδην Pl.Plt.272c, tb. c. dat. τῷ (ἀμπελίνῳ καρπῷ) ... ἐμπιμπλάμενοι Hdt.1.212, ἐμπιμπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.149.2, fig. ταῖς δὲ ἁρπαγαῖς οὕτως ἐνεπλήσθησαν οἱ στρατιῶται I.BI 6.317, c. ac. adverb. οὐδένα τε κόσμον ἐμπιπλάμενοι ... ἀπέθνησκον por haber comido sin tasa, fallecieron Hdt.8.117, ἐπειδὴ [δὲ] τάχιστα ἐνεπέπληντο Lys.28.6
abs. (γαστὴρ) ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει Od.7.221, κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας y harto de comer, echa la siesta Pherecr.85.3, ἐνέπλητ' ἐν τῷ σκότῳ se hartó de queso en la oscuridad Ar.V.911, ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν una vez que estuvieron ahítos, Eu.Io.6.12, cf. Aesop.302
fig., c. gen. de pers. υἷος ἐνιπλησθῆναι ... ὀθφαλμοῖσιν hartarme de contemplar a mi hijo con mis ojos, Od.11.452, ἐὰν ὑμῶν ... ἀπὸ μέρους ἐμπλησθῶ si puedo disfrutar un poco de vosotros, Ep.Rom.15.24.
4 c. part., frec. c. neg. cansarse, acabar de, dejar de ὅσα ἔσοιτο ὑπισχνούμενος οὐκ ἐνεπίμπλασο X.An.7.7.46, μισῶν δ' οὔποτ' ἐμπλησθήσομαι γυναῖκας nunca me cansaré de odiar a las mujeres E.Hipp.664, ἔμπλησο λέγων Ar.V.603, βάλλων ἐκεῖνον οὐκ ἂν ἐμπλῄμην λίθοις nunca dejaría de tirarle piedras Ar.Ach.236.

French (Bailly abrégé)

c. ἐμπίπλημι:
impf. ἐνεπίμπλην, f. ἐμπλήσω, ao. ἐνέπλησα, pf. ἐμπέπληκα;
1 remplir : θυλάκια ψάμμου HDT des sacs de sable ; Pass. être rempli, se remplir de : ἐνέπλησθεν δέ οἱ αἵματος ὀφθαλμοί IL ses yeux se remplirent de sang ; ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί OD les places étaient pleines de mortels ; fig. ἐμπ. θυμὸν ὀδυνάων OD remplir le cœur de douleurs;
2 rassasier : τινα τοῦ πολεμεῖν ISOCR qqn de guerre ; Pass. οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος XÉN tu ne te rassasiais pas de promettre ; combler de;
Moy. ἐμπίπλαμαι;
1 remplir pour soi : νηδύν OD son ventre ; ἄγγος τοῦ ὕδατος HDT son vase d'eau ; μένεος θυμόν IL son cœur de colère;
2 se rassasier de, τινι.
Étymologie: ἐν, πίπλημι.

German (Pape)

[Seite 813] nicht ἐμπίμπλημι, aber ἐνεπίμπλην, vgl. Lob. zu Phryn. p. 96; Ar. Ach. 447 steht ἐμπίμπλαμαι in der letzten Stelle des Trimeters (s. πίμπλημι); imper. ἐμπίπληθι Il. 21, 311, = ἐμπίπλη, Ar. Av. 1310; ἐμπεπλήκασι Plat. apol. 23 e; – anfüllen, vollfüllen; ein Gefäß, Od. 2, 353; ἓν δέπας ἐμπλήσας 9, 209; μέγ' ἐμπλήσας γόμον Aesch. Suppl. 439; τί τινος, Etwas womit, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος, fülle die Strömungen mit Wasser an, Il. 21, 311; Folgde, z. B. Her. 4, 72; φλυαρίας ἐμπίπλησιν ἡμᾶς πολλῆς Plat. Phaed. 66 c; ἐμπλήσετε τὴν θάλατταν τριήρων Dem. 8, 74; τὰ ὦτα Λύσιδος ἐμπέπληκε, er hat uns die Ohren vom Lysis vollgeredet, Plat. Lys . 204 c. – Dah. sättigen, Od. 17, 503; γάλακτός τινα Theocr. 24, 3; übertr., ἁπάντων τὴν γνώμην ἐμπιπλάς, die Erwartung erfüllend, Xen. An. 1, 7, 8; τὴν ἀναιδῆ γνώμην ἐνέπλησεν ἑαυτοῦ Dem. 21, 91; τὴν ἑαυτοῦ μοῖραν, sein Geschick erfüllen, Plat. Legg. XII, 959 c. Oft im pass. u. med., angefüllt werden, sich anfüllen, sich sättigen; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il. 21, 607; ἀνέπλησθεν δέ οἱ ἄμφω αἵματος ὀφθαλμοί Il. 16, 348; ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. Cyr. 5, 5, 10, wie Plat. Ion 535 c; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν Iliad. 22, 312, sich laben, erquicken; υἷος ἐνιπλησθῆναι ὀφθαλμοῖς, sich satt sehen am Sohne, Od. 11, 452; θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il. 22, 504, vgl. Od. 7, 221; ἐμπιπλάμενοι σίτων καὶ ποτῶν Plat. Polit. 272 c; ἐμπλήσαντες καὶ παχύναντες τὰ σώματα, mästen, Gorg. 518 c; καὶ ἐμφαγεῖν Luc. Nigr. 22; selten mit dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπιπλάμενοι Her. 1, 212; ἐμπίπλαται αἵματι ὁ βωμός Paus. 3, 16, 10. Auch mit dem part., οὐκ ἂν ἐμπλῄμην (v.l. ἐμπλείμην) βάλλων Ar. Ach. 224; ἔμπλησο λέγων, rede dich satt, Vesp. 603; μισῶν οὔποτ' ἐμπλησθήσομαι Eur. Hipp. 664, vgl. Ion 925; οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος, du konntest nicht genug versprechen, Xen. An. 7, 7, 46; vgl. Plat. Prot. 346 c; – ἐνεπέπληντο, absolut, Lys. 28, 6; ἐμπλήμενος, angefüllt, Ar. Vesp. 984; – für sich vollgießen, ψυκτῆρα Plat. Conv. 214 a.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπίπλημι: (impf. ἐνεπίμπλην, fut. ἐμπλήσω, aor. ἐνέπλησα, pf. ἐμπέπληκα)
1 наполнять (δέπας, ἵππον δουράτεον ἀνδρῶν Hom.; θυλάκια τῆς ψάμμου, med. ἄγγος τοῦ ὕδατος Her.; med. τὸν ψυκτῆρα Plat.; οἰμωγῆς τε καὶ κλαυθμοῦ τὸ πεδίον Plut.) ἐμπλῆσαι τὴν θάλατταν τριήρων Dem. покрыть все море триерами; ἐνέπλησθεν οἱ αἵματος ὀφθαλμοί Hom. глаза у него налились кровью; τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. он до того растрогал Кира, что глаза (последнего) наполнились слезами;
2 исполнять, заканчивать, свершать (τὴν ἑαυτοῦ μοῖραν Plat.);
3 наполнять, преисполнять (τὴν ψυχὴν ἔρωτος Plat.; τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin.; ἐμπίμπλασθαι ὀργῆς Arph.);
4 поить или кормить досыта (γάλακτος, sc. παῖδας Theocr.; τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων Plat.): ἐμπιπλάμενοι σίτων καὶ ποτῶν Plat. насытившись и утолив жажду; τῆς φακῆς ἐμπλήμενος Arph. наевшись чечевицы; τῷ ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπιπλάμενος Her. напившись вдоволь виноградного вина;
5 насыщать, вполне удовлетворять (ἁπάντων τὴν γνώμην Xen.): θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. наслаждаясь всем сердцем; ἐμπλησθείη ἂν ἐκείνους μεμφόμενος Plat. пусть он находит себе удовлетворение в порицании этих людей; οὔτοι σὸν βλέπων ἐμπίμπλαμαι Arph. я не могу наглядеться на тебя; οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Xen. твоим обещаниям не было конца; ἔμπλησο λέγων Arph. говори вволю;
6 пресыщать, утомлять: ἐμπλῆσαί τινα τοῦ πολεμεῖν Isocr. изнурить кого-л. войной; ἐμπέπληκε ἡμῖν τὰ ὦτα Λύσιδος Plat. он нам уши прожужжал про Лисида.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίπλημι: μέλλ. -πλήσω: (ἴδε ἐμπίμπλημι): ― ἐν τῷ ἐνεστῶτι τοῦ συνθέτου τούτου ῥήματος τὸ μ τοῦ πίμπλημι συνήθως (ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε) ἀποβάλλεται πρὸς ἀποφυγὴν τῆς χασμῳδίας τῆς προσγινομένης ἐκ τῶν τριῶν μ ἐν μιᾷ λέξει, Λοβ. Φρύν. 95· ἀλλὰ τὸ μ φαίνεται ὅτι ἐτηρεῖτο, ὅτε ἡ ἑπομένη συλλαβὴ ἦτο βραχεῖα καὶ ἐν τοῖς χρόνοις τοῖς λαμβάνουσιν αὔξησιν, ἐμπίμπλαμαι Εὐρ. Ἴων 925, ἐμπιμπλαμένοι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4 (κἀμπιμπλάμενοι Meineke, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 1 (κἀμπιμπλάμενος Meineke), ἐνεπιμπλάμην Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Αἰσχίν. 86. 34, κλ.: Ἰωνικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. ἐμπιπλέει Ἡρόδ. 7. 39· (ἀλλ’ ἐμπιπλᾷ, ἐκ τοῦ ἐμπιπλάω ἀναγινώσκεται ἐν καλῷ τινι χειρογρ., ὡς τὸ ἱστᾷ ἀντὶ τοῦ ἵστητι ἐν 4. 103)· α΄ ἑνικ. παρατ. ἐνεπίμπλων παρὰ Διοδ. Ἐκλογ. Vales. σ. 599 καὶ Δίωνι Κ. 68. 31· πρβλ. ἐμπίπρημι· πληρῶ ἐντελῶς, γεμίζω ἕως ἄνω, δέπας ἐμπλήσει Ὀδ. Ι. 209· τὸ πεδίον Ξεν. Ἑλλην. 7. 1. 20, πρβλ. 2. 4, 11. 2) μετὰ γεν., γεμίζω τι ἐντελῶς μέ τι, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Ἰλ. Φ. 311, κτλ.· ἵππον ἀνδρῶν ἐμπλήσας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Θ. 495· μὴ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων Τ. 117· οὕτω παρ’ Ἀριστοφ. καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐμπ. τὰ θυλάκια τῆς ψάμμου Ἡρόδ. 3. 105· πρβλ. 2. 87., 4. 72., 5. 114 τοὺς κοφίνους... ἐμπίπλη (προστ.) πτερῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 10· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D· τινὰ ἐλπίδων κενῶν Αἰσχίν. 24. 27. 3) πληρῶ τινα τροφῆς, χορταίνω αὐτόν, Ὀδ. Ρ. 503· μεταφ., ἐμπ. τινὰ μύθων Εὐρ. Ἑλ. 769· τοῦ πολεμεῖν Ἰσοκρ. 201D· τὰ ὦτα... ἐμπέπληκε Λύσιδος Πλάτ. Λύσ. 204C· ὁ δὲ ἐμπιπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ἀπέπεμπε Ξεν. Ἀν. 1. 7, 8. 4) κορέννυμι, ἱκανοποιῶ, τὴν ἀναιδῆ γνώμην Δημ. 543. 24· ἵμερον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 429. 5) ἐκπληρῶ, ἐμπιπλάντα τὴν αὑτοῦ μοῖραν Πλάτ. Νόμ. 959C. ΙΙ. μέσ., πληρῶ, γεμίζω τι ἀνῆκον εἰς ἐμαυτόν, ἐμπλήσατο νηδύν... κρέ’ ἔδων Ὀδ. Ι. 296· μένεος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, «εὐθαρσίας δὲ ἐνεπλήρωσε τὴν ψυχὴν φοβερᾶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 312· θαλέων ἐμπλησάμενος κήρ, «παντοίων ἐδεσμάτων ἐμπλήσας τὴν ψυχήν» (Θ. Γαζῆς), Χ. 504· τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλ. Ἡρόδ. 5. 12: ― ἀπολ., πληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, χορταίνω, Ὀδ. Η. 221. ΙΙΙ. παθ., ἐνέπλησθεν δέ οἱ... αἵματος ὀφθαλμοὶ Ἰλ. Π. 348, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 10· ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραὶ Ὀδ. Θ. 16· πόλις δ’ ἔμπλητο ἀλέντων Ἰλ. Φ. 607· ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1304· φακῆς ἐμπλήμενος αὐτόθι 984, πρβλ. Ἐκκλ. 56: ― μεταφ., οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι... ὀφθαλμοῖσιν ἔασε, οὐδὲ τὸν υἱόν μου νὰ τὸν χορτάσουν τὰ ’μάτια μου μὲ ἄφησεν, Ὀδ. Λ. 452· ὀργῆς ἐμπλήμενος Ἀριστοφ. Σφ. 424· πλεονεξίας ἐμπίπλασθαι Πλάτ. Κριτί. 121Β, πρβλ. Φαίδ. 66C. 2) μετὰ δοτ., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπ. Ἡρόδ. 1. 212· ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· ἐμπίπλαται... ἅρματι ὁ βωμὸς Παυσ. 3. 16, 10. 3) ἀπόλ., ὑπερπληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, Ἡρόδ. 8. 117, Ἀριστοφ. Σφ. 911, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 6, κτλ. 4) μετὰ μετοχ., μισῶν οὔποτ’ ἐμπλησθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 664· πρβλ. Ἴωνα 925· βάλλων... οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ἀριστοφ. Ἀχ. 236· οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46· ἔμπλησο λέγων, λέγε ἕως νὰ χορτάσῃς, Ἀριστοφ. Σφ. 603. ― Αἱ τελευταῖαι τρεῖς συντάξεις ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῖς, κατὰ τὰ ἄλλα ἡ πεζὴ καὶ Ἀττικὴ χρῆσις συμφωνεῖ πρὸς τὴν Ὁμηρικήν.

English (Thayer)

(not ἐμπίμπλημι (see ἐν, III:3); for euphony's sake, Lob. ad Phryn., p. 95; Veitch, p. 536) and ἐμπιπλάω (from which form comes the present participle ἐμπιπλῶν, Acts 14:17 ( Winer's Grammar, § 14,1f.; Buttmann, 66 (58))); 1aorist ἐνέπλησα; 1aorist passive ἐνεπλήσθην; perfect passive participle ἐμπεπλησμένος; the Sept. for מָלֵא and in passive often for שָׂבַע to be satiated; in Greek writings from Homer down; to fill up, fill full: τινα τίνος, to bestow something bountifully on one, Luke 1:53; Acts 14:17 ( Jeremiah 38:14 (Jeremiah 31:14>); Psalm 106:9 (Psalm 107:9>); Isaiah 29:19; Sirach 4:12); to fill with food, i. e. satisfy, satiate; passive, Luke 6:25; John 6:12 ( Deuteronomy 6:11; Deuteronomy 8:10; Ruth 2:14; Nehemiah 9:25, etc.); to take one's fill of, glut one's desire for: passive with the genitive of person, one's contact and companionship, Romans 15:24; cf. Kypke at the passage; τοῦ κάλλους αὐτῆς, gazing at her beauty, Susanna 32.

Greek Monotonic

ἐμπίπλημι: όχι ἐμ-πίμπλημι, αλλά Μέσ. παρατ. ἐνεπιμπλάμην· προστ. ἐμπίπληθι, Αττ. ἐμπίπλη· μέλ. ἐμπλήσω, παρακ. ἐμπέπληκα — Παθ., αόρ. αʹ ἐνεπλήσθην· Επικ. αόρ. βʹ ἐμπλήμην (ἐν
I. 1. γεμίζω εντελώς ή μέχρι πάνω, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
2. με γεν., γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι, παραγεμίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Μέσ., γεμίζω για τον εαυτό μου ή γεμίζω κάτι που μου ανήκει, ἐμπλήσατο νηδύν, σε Ομήρ. Οδ.· μένεος ἐμπλήσατο θυμόν, γέμισε την ψυχή του με οργή, σε Ομήρ. Ιλ.
III. Παθ.,
1. γεμίζομαι πλήρως με κάτι, χορταίνω με κάτι, με γεν., σε Όμηρ.· μεταφ., υἷοςἐνιπλησθῆναι, γεμίζω από το γιο μου, τον χορταίνω, δηλ. ικανοποιώ τον εαυτό μου κοιτάζοντάς τον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και με μτχ., είμαι ικανοποιημένος με το να κάνω κάτι, σε Ευρ., Ξεν.
2. με δοτ., καρπῷ ἐμπ., είμαι γεμάτος από..., σε Ηρόδ.
3. απόλ., φουσκώνω, ξεχειλίζω από φαγητό, στον ίδ. κ.λπ.

Greek Monolingual

ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM)
1. γεμίζω ώς επάνω
2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.)
3. ταΐζω κάποιον, τον χορταίνω
4. ικανοποιώ
5. εκπληρώνω
6. μέσ. τρώω πολύ.

English (Autenrieth)

imp. ἐμπίπληθι, fut. inf. ἐμπλησέμεν, aor. ἐνέπλησε, imp. ἔμπλησον, subj. ἐνιπλήσῃς, part. ἐμπλήσᾶς, mid. aor. ἐμπλήσατο, inf. ἐνιπλήσασθαι, part. ἐμπλησάμενος, aor. 2 (w. pass. signif.), ἔμπλητο, -ντο: fill full (τί τινος), mid., fill or sate oneself; fig., θῦμὸν ὀδυνάων, Od. 19.117; υἷος ἐνιπλησθῆναι ὀφθαλμοῖσιν, ‘have the satisfaction of looking on my son,’ Od. 11.452; aor. 2 mid. as pass., ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί, Od. 8.16.

English (Strong)

or empletho from ἐν and the base of πλεῖστος;to fill in (up), i.e. (by implication) to satisfy (literally or figuratively): fill.

Middle Liddell

[not ἐμπίμπλημι imperf. mid. ἐνεπιμπλάμην imperat. ἐμπίπληθι Attic ἐμπίπλη fut. ἐμπλήσω perf. ἐμπέπληκα Pass., aor1 ἐνεπλήσθην epic aor2 ἐμπλήμην [ἐν]
I. to fill quite full, Od., Xen.
2. c. gen. to fill full of a thing, Hom., etc.
II. Mid. to fill for oneself or what is one's own, ἐμπλήσατο νηδύν Od.; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν he filled his heart with rage, Il.
III. Pass. to be filled full of a thing, c. gen., Hom.:—metaph., υἷος ἐνιπλησθῆναι to take my fill of my son, i. e. to sate myself with looking on him, Od.; so c. part. to be satiated with doing, Eur., Xen.
2. c. dat., καρπῷ ἐμπ. to be filled with . ., Hdt.
3. absol. to eat one's fill, Hdt., etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίμπλημι: ἐμπίμπρημι, ἴδε ἐμπίπλημι, ἐμπίπρημι: ἐμπίπλημι: μέλλ. -πλήσω: (ἴδε πίμπλημι): ― ἐν τῷ ἐνεστῶτι τοῦ συνθέτου τούτου ῥήματος τὸ μ τοῦ πίμπλημι συνήθως (ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε) ἀποβάλλεται πρὸς ἀποφυγὴν τῆς χασμῳδίας τῆς προσγινομένης ἐκ τῶν τριῶν μ ἐν μιᾷ λέξει, Λοβ. Φρύν. 95· ἀλλὰ τὸ μ φαίνεται ὅτι ἐτηρεῖτο, ὅτε ἡ ἑπομένη συλλαβὴ ἦτο βραχεῖα καὶ ἐν τοῖς χρόνοις τοῖς λαμβάνουσιν αὔξησιν, ἐμπίμπλαμαι Εὐρ. Ἴων 925, ἐμπιμπλαμένοι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4 (κἀμπιμπλάμενοι Meineke, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 1 (κἀμπιμπλάμενος Meineke), ἐνεπιμπλάμην Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Αἰσχίν. 86. 34, κλ.: Ἰωνικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. ἐμπιπλέει Ἡρόδ. 7. 39· (ἀλλ’ ἐμπιπλᾷ, ἐκ τοῦ ἐμπιπλάω ἀναγινώσκεται ἐν καλῷ τινι χειρογρ., ὡς τὸ ἱστᾷ ἀντὶ τοῦ ἵστητι ἐν 4. 103)· α΄ ἑνικ. παρατ. ἐνεπίμπλων παρὰ Διοδ. Ἐκλογ. Vales. σ. 599 καὶ Δίωνι Κ. 68. 31· πρβλ. ἐμπίπρημι· πληρῶ ἐντελῶς, γεμίζω ἕως ἄνω, δέπας ἐμπλήσει Ὀδ. Ι. 209· τὸ πεδίον Ξεν. Ἑλλην. 7. 1. 20, πρβλ. 2. 4, 11. 2) μετὰ γεν., γεμίζω τι ἐντελῶς μέ τι, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Ἰλ. Φ. 311, κτλ.· ἵππον ἀνδρῶν ἐμπλήσας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Θ. 495· μὴ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων Τ. 117· οὕτω παρ’ Ἀριστοφ. καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐμπ. τὰ θυλάκια τῆς ψάμμου Ἡρόδ. 3. 105· πρβλ. 2. 87., 4. 72., 5. 114 τοὺς κοφίνους... ἐμπίπλη (προστ.) πτερῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 10· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D· τινὰ ἐλπίδων κενῶν Αἰσχίν. 24. 27. 3) πληρῶ τινα τροφῆς, χορταίνω αὐτόν, Ὀδ. Ρ. 503· μεταφ., ἐμπ. τινὰ μύθων Εὐρ. Ἑλ. 769· τοῦ πολεμεῖν Ἰσοκρ. 201D· τὰ ὦτα... ἐμπέπληκε Λύσιδος Πλάτ. Λύσ. 204C· ὁ δὲ ἐμπιπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ἀπέπεμπε Ξεν. Ἀν. 1. 7, 8. 4) κορέννυμι, ἱκανοποιῶ, τὴν ἀναιδῆ γνώμην Δημ. 543. 24· ἵμερον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 429. 5) ἐκπληρῶ, ἐμπιπλάντα τὴν αὑτοῦ μοῖραν Πλάτ. Νόμ. 959C. ΙΙ. μέσ., πληρῶ, γεμίζω τι ἀνῆκον εἰς ἐμαυτόν, ἐμπλήσατο νηδύν... κρέ’ ἔδων Ὀδ. Ι. 296· μένεος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, «εὐθαρσίας δὲ ἐνεπλήρωσε τὴν ψυχὴν φοβερᾶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 312· θαλέων ἐμπλησάμενος κήρ, «παντοίων ἐδεσμάτων ἐμπλήσας τὴν ψυχήν» (Θ. Γαζῆς), Χ. 504· τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλ. Ἡρόδ. 5. 12: ― ἀπολ., πληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, χορταίνω, Ὀδ. Η. 221. ΙΙΙ. παθ., ἐνέπλησθεν δέ οἱ... αἵματος ὀφθαλμοὶ Ἰλ. Π. 348, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 10· ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραὶ Ὀδ. Θ. 16· πόλις δ’ ἔμπλητο ἀλέντων Ἰλ. Φ. 607· ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1304· φακῆς ἐμπλήμενος αὐτόθι 984, πρβλ. Ἐκκλ. 56: ― μεταφ., οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι... ὀφθαλμοῖσιν ἔασε, οὐδὲ τὸν υἱόν μου νὰ τὸν χορτάσουν τὰ ’μάτια μου μὲ ἄφησεν, Ὀδ. Λ. 452· ὀργῆς ἐμπλήμενος Ἀριστοφ. Σφ. 424· πλεονεξίας ἐμπίπλασθαι Πλάτ. Κριτί. 121Β, πρβλ. Φαίδ. 66C. 2) μετὰ δοτ., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπ. Ἡρόδ. 1. 212· ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· ἐμπίπλαται... ἅρματι ὁ βωμὸς Παυσ. 3. 16, 10. 3) ἀπόλ., ὑπερπληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, Ἡρόδ. 8. 117, Ἀριστοφ. Σφ. 911, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 6, κτλ. 4) μετὰ μετοχ., μισῶν οὔποτ’ ἐμπλησθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 664· πρβλ. Ἴωνα 925· βάλλων... οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ἀριστοφ. Ἀχ. 236· οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46· ἔμπλησο λέγων, λέγε ἕως νὰ χορτάσῃς, Ἀριστοφ. Σφ. 603. ― Αἱ τελευταῖαι τρεῖς συντάξεις ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῖς, κατὰ τὰ ἄλλα ἡ πεζὴ καὶ Ἀττικὴ χρῆσις συμφωνεῖ πρὸς τὴν Ὁμηρικήν.

Chinese

原文音譯:™mp⋯plhmi 恩披-普累米
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在內-充滿 相當於: (מָלֵא‎ / מָלָה‎) (מָלֵא‎) (סָבָא‎)
字義溯源:填滿,滿足,飽足,充滿,喫飽,餵飽;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πολύς)=最大數目)組成;而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字
出現次數:總共(5);路(2);約(1);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 得⋯滿足(1) 羅15:24;
2) 他⋯餵飽(1) 路1:53;
3) 充滿(1) 徒14:17;
4) 他們喫飽(1) 約6:12;
5) 飽足的人(1) 路6:25