ἐμπυρσεύω

English (LSJ)

gloss on πυρακτῶ, Suid.

Spanish (DGE)

quemar glos. a πυρακτῶν Sud., en v. pas., Phot.ε 983.

German (Pape)

[Seite 818] = ἐμπυρεύω, Suid., Eust.

Greek Monolingual

ἐμπυρσεύω (Μ)
1. πυρακτώνω
2. μέσ. παίρνω πυρσό, φωτιά («ἴνα ἐμπυρσεύηται ἀπὸ τοῦ τῶν φώτων πατρός», Ευστ.).