ἐνάργημα

English (LSJ)

-ατος, τό, clearly perceived phenomenon, datum of experience, Epicur. Ep.1p.24U., al.: pl., evident facts, opp. τὰ μὴ δῆλα, Phld.Sign.36, cf. Po.2.54.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fil. evidencia fruto de una clara percepción sensorial, op. πρόληψις Epicur.Ep.[2] 72, cf. Anon.Herc.346.4.8, op. τὰ μὴ δῆλα Phld.Sign.36.34, cf. Po.1.128.23.
2 lit. descripción vívida de acontecimientos, Alex.Fig.1.24.

German (Pape)

[Seite 829] τό, das in die Augen Fallende, Epicur. bei D. L. 10, 93.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάργημα: ατος τό очевидность Epicur. ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάργημα: τό, φαινόμενον, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 93.

Greek Monolingual

ἐνάργημα, το (Α)
1. αυτό που διακρίνεται ξεκάθαρα, που φαίνεται ευκρινώς, το σαφώς αντιληπτό, δεδομένο της πείρας
2. στον πληθ. σαφή γεγονότα.