ἐναπόκλειστος

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπόκλειστος: -ον, ἀπόκλειστος ἔν τινι, Γ. Κεδρ. τ. Α΄, 774. 2, ἔκδ. Β.

Spanish (DGE)

-ον
encerrado (ἐν ... πύργῳ) Anon.in Rh.108.33, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).264.8.